Συνηθίζουμε να λέμε «αγορίστικα» ή «κοριτσίστικα» παιγνίδια. Τα παιγνίδια ωστόσο δε χρειάζεται να έχουν «γένος». Όμως αποκτούν «γένος» μέσα από τη φυσική ροπή των γονιών να ανταποκριθούν στα κοινωνικά στερεότυπα, που θέλουν τους άνδρες να είναι περισσότερο «δυναμικοί» ή και «επιθετικοί» και τις γυναίκες πιο «αδύναμες», «γλυκές», «συγκαταβατικές» και «προστατευτικές». Τα παραδοσιακά πρότυπα των ρόλων που τα δύο φύλα επιτελούν – είτε το θέλουμε είτε όχι – καλά κρατούν και στις μέρες μας. Τα παιχνίδια δε χρειάζεται να έχουν «γένος» - τουλάχιστον σε απόλυτο βαθμό – διότι έτσι τα παιδιά μαθαίνουν ότι κάποια πράγματα δεν είναι αντρικά, ή γυναικεία, αλλά ανθρώπινα.
Λαθεμένα, δυστυχώς, θεωρούμε ότι η επιλογή των παιχνιδιών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ταυτότητα του φύλου των παιδιών. Τα παιδιά αποκτούν την ταυτότητα του φύλου τους κατά την περίοδο των προσχολικών τους χρόνων. Η ταυτότητα του ρόλου του φύλου διαμορφώνεται από βιολογικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Οι κοινωνικοί παράγοντες διαδραματίζουν βασικό και κυρίαρχο ρόλο. Ανταποκρινόμενα στις προσδοκίες των γονιών (οι οποίες αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες της κοινωνίας) ντύνονται διαφορετικά και παίζουν με διαφορετικά παιγνίδια, ανάλογα με το φύλο. Ως προς τα παιγνίδια, αγορίστικα θεωρούνται τα αυτοκινητάκια, τα τρένα και τα αεροπλάνα (και κάθε είδος παιγνιδιού που παραπέμπει σε μέσο μαζικής μεταφοράς), τα όπλα, τα παιγνίδια κατασκευών και τα ηλεκτρονικά, ενώ ως αμιγώς κοριτσίστικα παιγνίδια θεωρούνται οι κούκλες και τα κουζινικά. Εκτός από τις προσδοκίες των γονιών και των «σημαντικών Άλλων», σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η συμπεριφορά των γονιών, εφόσον αυτοί αποτελούν πρότυπα προς μίμηση για τα παιδιά. Ένας περισσότερο στερεότυπος ρόλος άνδρα από τον πατέρα ή γυναίκας από τη μητέρα, είναι αναμενόμενο να αναπαραχθεί από ένα αγόρι, ή από ένα κορίτσι, αντίστοιχα, ενώ ένας λιγότερο στερεότυπος ρόλος, επίσης.
Επιπροσθέτως, η επιλογή του είδους των παιγνιδιών από ένα παιδί δεν εξαρτάται μόνο από τους γονείς, αλλά και από τη δομή της οικογένειας, τον αριθμό και το φύλο των αδελφιών και τη δυναμική των οικογενειακών σχέσεων. Κάθε οικογένεια είναι διαφορετική και το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο ζει είναι διαφορετικό.
Τα παρωχημένα κοινωνικά στερεότυπα, που θέλουν τους ρόλους των φύλων περισσότερο «παραδοσιακούς», εξυπηρετούν τις ανάγκες της αγοράς. Η βιομηχανία των παιγνιδιών θέλει να πουλήσει αυτού του είδους τα παιγνίδια, διότι αφενός είναι πολύ πιο ελκυστικά από τα παιδιά, απ’ ό, τι τα πιο «ουδέτερα» παιχνίδια, που απευθύνονται και στα δύο φύλα και αφετέρου πιο επιθυμητά από τους γονείς, οι οποίοι θεωρούν ότι με την αγορά τους οδηγούν τα παιδιά στο δρόμο της «σωστής» επιλογής του φύλου.
Τα παιχνίδια αυτά όχι μόνο δεν συμβάλλουν στην υγιή διαμόρφωση της ταυτότητας του φύλου, αλλά επιφέρουν και αντίθετα αποτελέσματα. Δε μαθαίνουν στα κορίτσια να κατασκευάζουν και να επισκευάζουν, να ασχολούνται με την επίλυση προβλημάτων και να αποκτούν καλύτερη κατανόηση του χώρου, ούτε τα αγόρια να ασχολούνται με οικιακές δουλειές και να γίνονται τρυφεροί και στοργικοί πατέρες. Τα παιδιά χρειάζεται να εξασκούν όλες τους τις δεξιότητες και να μην περιορίζονται σε συγκεκριμένες συμπεριφορές, οι οποίες τελικά αποδεικνύονται δυσλειτουργικές, εφόσον τους στερούν το δικαίωμα να εξελιχθούν σε πολλά επίπεδα.
Μετά την ηλικία των πέντε χρόνων τα παιδιά γνωρίζουν το φύλο τους και ότι αυτό παραμένει αμετάβλητο, κάτι που δε συνέβαινε νωρίτερα. Συνεπώς, οποιαδήποτε υπερβολή ή υπερτονισμός των χαρακτηριστικών του φύλου τους μπορεί να επιφέρει αντίθετα και ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα.
Εξάλλου, οι σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι όταν τα παιδιά δεν επιλέγουν παιγνίδια με στερεότυπο τρόπο γίνονται ενήλικοι με υψηλότερη αυτοεκτίμηση και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Η βιομηχανία των παιγνιδιών φυσικά δε λαμβάνει υπόψη της την παραπάνω θέση, αντιθέτως υπερτονίζει τα χαρακτηριστικά των «αγορίστικων» και των «κοριτσίστικων» παιγνιδιών, καθιστώντας τα πρώτα όλο και πιο επιθετικά και αντιαισθητικά, μέσα από την προώθηση όλο και πιο τερατόμορφων, μεταλλαγμένων, αποκρουστικών όντων, ως προς τα πρώτα και όλο και πιο «ροζ» και με υπερτονισμένη τη σεξουαλικότητα τα δεύτερα.
Σχετικά με την επιλογή των κατάλληλων παιγνιδιών, θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, αλλά θα περιοριστούμε στα ακόλουθα:
Οι γονείς χρειάζεται να επιλέγουν παιγνίδια ανάλογα με την ηλικία του παιδιού, τα ενδιαφέροντά του, το υλικό κατασκευής του παιγνιδιού και την παιδαγωγική του χρησιμότητα. Όσο πιο απλό είναι ένα παιγνίδι, τόσο πιο καλό και πιο διαχρονικό αποδεικνύεται. Το καλό παιγνίδι δεν είναι ούτε φανταχτερό, ούτε ακριβό και δεν εξαντλείται γρήγορα.
«Παιδαγωγικά» θεωρούνται τα παιγνίδια που προωθούν τη μάθηση του παιδιού, καλλιεργούν τη σκέψη, την κρίση, τη μνήμη και τη δημιουργικότητά του, συντελούν στην άσκηση των δεξιοτήτων του και στη διαμόρφωση του κοινωνικού του εγώ. Δεν αρκούνται απλώς στο να διασκεδάσουν το παιδί (να περάσει δηλαδή απλώς ευχάριστα το χρόνο του). Τα "παιδαγωγικά" παιχνίδια πλουτίζουν το συναίσθημα και τη φαντασία του παιδιού, καλλιεργούν τη δημιουργικότητά του. Αντιθέτως, τα παιχνίδια χωρίς παιδαγωγικό περιεχόμενο, εξαντλούνται γρήγορα και αρκετά σύντομα σταματούν να ενδιαφέρουν τα παιδιά.
«Παιδαγωγικά» παιχνίδια θεωρούνται: α) τα ομαδικά παιχνίδια, β) τα παιχνίδια που περιλαμβάνουν κάποιου είδους σωματική δραστηριότητα (ατομικά ή ομαδικά), γ) τα επιτραπέζια παιχνίδια, δ) τα παιχνίδια-κατασκευές, ε) τα "γλωσσικά" παιχνίδια (παιχνίδια με γράμματα ή λέξεις, γρίφοι κ.ά.), στ) τα παιχνίδια που απαιτούν επίλυση προβλημάτων (π.χ. παζλ).
Συχνά οι γονείς επιλέγουν ένα παιγνίδι με βάση τα δικά τους «θέλω» και τα δικά τους «απωθημένα». Χρειάζεται όμως να έχουν κατά νου ότι η ικανοποίηση των δικών τους αναγκών δεν αποτελεί απαραίτητα ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού τους. Υπάρχουν πολλά καλαίσθητα και εκπαιδευτικά παιγνίδια, που απευθύνονται σε όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως φύλου και σε αυτά χρειάζεται να στοχεύουν: παζλ, κατασκευές, τουβλάκια, ζωάκια λούτρινα και ξύλινα, μαριονέτες, δακτυλόκουκλες και φυσικά πολλά βιβλία, τα οποία τα παιδιά μαθαίνουν να εκτιμούν από τη βρεφική ακόμη ηλικία.
--------------------------
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Βασιλική Παππά είναι Συμβουλευτική Ψυχολόγος, MSc, PhD, Πρόεδρος και επιστημονικά υπεύθυνη του Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων. Έχει διδάξει Ψυχολογία σε Τμήματα Προσχολικής Αγωγής & Κοινωνικής Εργασίας, Τ.Ε.Π.Α.Ε.Σ., καθώς και σε Μεταπτυχιακά Προγράμματα.
Έχει εκδόσει τα Βιβλία: «Επάγγελμα Γονέας» (Καστανιώτης, 2006), «Γονείς, παιδιά και ΜΜΕ» (Καστανιώτης, 2008), «Η λογική των συναισθημάτων» (Οκτώ, 2013), «Ρινόκερος και ελέφαντας» (Οκτώ, 2014), «Γονείς σε Κρίση» (Οκτώ, 2015, υπό έκδοση).www.sxolesgonewn.gr
Βιβλιογραφία
Παππά, Β. (2008). Γονείς, παιδιά και ΜΜΕ. Ένας οδηγός γονικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Καστανιώτης.
Χουρδάκη, Μ. (2000). Οικογενειακή Ψυχολογία. Αθήνα: Leader Books.