Η απώλεια για ένα μικρό παιδί μπορεί να γίνει αφορμή να διαταραχτεί ο ευαίσθητος εσωτερικός του κόσμος. Με ποιον τρόπο μπορούμε να απαλύνουμε τον πόνο του αποχαιρετισμού;
Τα παιδιά, όπως αντίστοιχα και οι ενήλικοι, κατά καιρούς δοκιμάζουν αρκετά και διαφορετικά είδη απώλειας. Μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσει την απώλεια κάποιου φίλου ή του αγαπημένου του κατοικίδιου, έναν αποχωρισμό λόγω διαζυγίου, αρρώστιας ή θανάτου. Όλες οι απώλειες δημιουργούν πόνο στα παιδιά, και συχνά εμείς οι μεγάλοι, μην αντέχοντας τον πόνο τους, προσπαθούμε να τα προστατεύσουμε λέγοντας ψέματα. Ωστόσο, αυτό που είναι πέρα για πέρα αλήθεια είναι πως, όσο κι αν προσπαθήσουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τα προστατεύσουμε από κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διδάξουμε τους τρόπους, ώστε να διαχειριστούν το «πένθος» τους. Λένε πως τα παιδιά ξεπερνούν εύκολα την απώλεια. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν τις ξεπερνά ανώδυνα. Τόσο τα παιδιά όσο και οι μεγάλοι απλά μαθαίνουν να ζουν με αυτήν. Ωστόσο, ένα σταθερό περιβάλλον και πολλή αγάπη είναι οι πιο σίγουρες «συνταγές» για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να αντιμετωπίσουν τη θλίψη τους.
Τι είναι ο θάνατος;
Ο ψυχολόγος Ζαν Πιαζέ, ιδιαίτερα γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τα παιδιά, μας λέει πως για να αφομοιώσουν πλήρως την έννοια του θανάτου, πρέπει να φτάσουν στην ηλικία των 7-8 ετών, όταν, δηλαδή, θα έχουν συνειδητοποιήσει τις δύο απαραίτητες έννοιες, της ολότητας και της μη αντιστρεψιμότητας. Έως την ηλικία των 5 ετών, το παιδί, πράγματι, συνδέει τη ζωή με την κίνηση: Ό,τι κινείται είναι ζωντανό. Έως την ηλικία των 3 ετών, η μόνη ανησυχία του είναι ο αποχωρισμός. Περισσότερο, λοιπόν, από το θάνατο, είναι η διάλυση της σχέσης που επηρεάζει το νήπιο, η οποία σχετίζεται με το πρόσωπο που του παρέχει φροντίδα και τρυφερότητα, δηλαδή πρωτίστως τη μητέρα και στη συνέχεια τον πατέρα. Αν το βρέφος χάσει τη μητέρα του, χάνει το άτομο που του προσφέρει αγάπη και στοργή. Αν, πάλι, χάσει τον πατέρα του, δεν χάνει απλώς ένα σημαντικότατο και αναντικατάστατο πρόσωπο του περιβάλλοντός του, αλλά προσωρινά «χάνει» και τη μητέρα του, η συμπεριφορά της οποίας έχει αλλάξει λόγω του πένθους. Το παιδί θα ξαναβρεί τους φυσιολογικούς του ρυθμούς, μόνο όταν αποκατασταθούν η ασφάλεια και η σταθερότητα γύρω του.
Η γατούλα πήγε στον Παράδεισο;
Η ιδέα του Παραδείσου και του Ουρανού είναι πολύ οικεία στα παιδιά, ειδικά όταν φαντάζονται ότι κατοικούνται από αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο Παράδεισος είναι ένα μέρος όπου αξίζει να πάει κάποιος που αγαπούν, αλλά δίνει και την αίσθηση της σταθερότητας. Τα παιδιά γύρω στα 5 τους χρόνια αρχίζουν να εισάγουν την απώλεια στα παιχνίδια τους. Παίζουν και μονολογούν: «Πάει το κουνελάκι, το έχασε η μαμά του», ή ξαπλώνουν στο πάτωμα και λένε: «Νόμιζες ότι πέθανα, έτσι δεν είναι;». Ιδιαίτερα μπροστά στους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, τα παιδιά αντιμετωπίζουν το θάνατο με αληθινά θεατρική διάθεση και, εναλλάσσοντας τους ρόλους, υποδύονται το ένα πρόσωπο μετά το άλλο.
Η απώλεια ανά ηλικία
Τα βρέφη, ενώ δεν αντιλαμβάνονται την έννοια του θανάτου, διαισθάνονται την απουσία και τη θλίψη των γύρω τους. Το μωρό μπορεί να αντιδράσει με διαταραχές ύπνου, αλλαγές στο πρόγραμμα διατροφής, αδικαιολόγητο κλάμα, γκρίνια και ανησυχία.
Τα νήπια εκφράζουν τα συναισθήματά τους με ένα θεατρικό τρόπο, μέσα από υπερβολική ενεργητικότητα ή κατάπτωση - και οι δύο αντιδράσεις αποτελούν εκφράσεις της θλίψης τους. Επίσης, μπορεί να δημιουργηθούν κάποιες διαταραχές στον ύπνο τους ή κάποιες φοβίες ή ακόμη και επιθετική συμπεριφορά.
Τα παιδιά από 7 έως 9 ετών αντιλαμβάνονται ότι ο θάνατος είναι ένα μόνιμο γεγονός. Κατά τη διάρκεια της απώλειας, μπορεί να εκδηλώσουν κατάθλιψη ή -αντίθετα- να προσπαθήσουν να κρύψουν τον πόνο τους πίσω από επιθετικές ενέργειες. Η αντίδρασή τους στο θρήνο είναι μικρότερη σε διάρκεια από αυτή των ενηλίκων, όμως μπορεί να χαρακτηρίζεται από παλινδρομήσεις στη συμπεριφορά τους σε προηγούμενα εξελικτικά στάδια. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσουν συμπεριφορές αμυντικές, που ενδέχεται να παραξενέψουν τους γονείς, όπως π.χ. να εκφράζουν χαρά αντί θλίψη.
«Τι μπορώ να κάνω;»
Όπως όλα τα θέματα που προβληματίζουν τους γονείς, έτσι και η απώλεια χρειάζεται πρώτα να «δουλευτεί» από τον ενήλικο που αναλαμβάνει να επικοινωνήσει το θέμα στο παιδί. Αν εσείς φοβάστε να κατονομάσετε λέξεις όπως θάνατος ή κηδεία, το πιο πιθανό είναι ότι θα μεταδώσετε αυτόν το φόβο και στο παιδί. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι, αν οι γονείς έχουν διδαχτεί και διδάξει πώς να διαχειρίζονται τις απώλειες, τα παιδιά τους έχουν λιγότερα και συντομότερα προβλήματα με τη συμπεριφορά, τον ύπνο και την ξεκούραση, και πολύ λιγότερα μαθησιακά ζητήματα. Αν αφήσετε τα παιδιά να κλάψουν και να επικοινωνήσουν τον πόνο τους, τότε σίγουρα θα ξαλαφρώσουν.
Οι πιο συχνές ερωτήσεις που κάνουν τα παιδιά
Γιατί πέθανε ο σκύλος μου;
Είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε γιατί κάνει αυτή την ερώτηση. Μήπως αισθάνεται το ίδιο το παιδί λυπημένο, θυμωμένο ή ένοχο; Μόλις εντοπίσουμε τα συναισθήματα, χρειάζεται να του δώσουμε «χώρο» για να τα εκφράσει. Εξηγήστε του για ποιο λόγο πέθανε ο σκύλος, προκειμένου να μη νιώσει το ίδιο υπεύθυνο. Επίσης, θα μπορούσε η διαδικασία του αποχαιρετισμού, εκτός από την εξέφραση των συναισθημάτων, να συμπεριλαμβάνει και την ταφή του ζώου, σε ένα μέρος που θα έχετε επιλέξει από κοινού.
Πού είναι ο παππούς τώρα;
Πριν απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, είναι καλό να μάθουμε πού πιστεύει το παιδί ότι είναι ο παππούς τώρα. Καλό είναι να μην πούμε ότι «ο Θεός τον έχει πάρει κοντά του», διότι μελέτες έχουν δείξει ότι ο θυμός που στρέφεται προς το Θεό μπορεί να οδηγήσει στην προσωρινή ή μόνιμη απώλεια της πίστης γενικότερα. Η απάντηση είναι σημαντικό να είναι ειλικρινής, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο διατυπωμένη ώστε να αντιστοιχεί στην ηλικία του παιδιού.
Θα πεθάνεις κι εσύ;
Είναι πολύ σημαντικό να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση καθησυχάζοντας το παιδί, αλλά ταυτόχρονα να είμαστε ειλικρινείς. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να του πούμε: «Κάποτε θα πεθάνω, αλλά ελπίζω αυτό να αργήσει», «ή δεν έχω κάποια σοβαρή αρρώστια που να απειλεί τη ζωή μου». Όταν ένα παιδί κάνει αυτή την ερώτηση, στην πραγματικότητα αυτό που λέει είναι ότι φοβάται μήπως πεθάνει αυτός που αγαπά πολύ, και αναζητά με αυτό τον τρόπο την εξασφάλιση της σταθερότητας στη ζωή του. Έτσι, ανταπαντάμε με τη βαθύτερη ερώτηση: «Ανησυχείς μήπως πεθάνω;». Αυτή μπορεί να είναι η «πόρτα» για μια πολύ καλή συζήτηση, που θα εκτονώσει τα συναισθήματα του παιδιού.
Πόσο θα ζήσω;
Μία καλή απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι ότι «κανείς δεν ξέρει με σιγουριά το πόσο θα ζήσει κάποιος, αλλά κανείς δεν ζει για πάντα». Θα καθησυχάσουμε τους φόβους του παιδιού, απαντώντας ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν όταν είναι πολύ ηλικιωμένοι και ότι οι ηλικιωμένοι δεν δείχνουν να τους απασχολεί το αν θα πεθάνουν.
Τέλος, θυμηθείτε: Τα παιδιά δεν χρειάζονται «τέλειες» απαντήσεις. Χρειάζονται γονείς που να είναι πρόθυμοι να μην αποφεύγουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις τους. Και χρειάζονται γονείς που θα τα στηρίξουν συναισθηματικά όταν το χρειάζονται
Τα παιδιά, όπως αντίστοιχα και οι ενήλικοι, κατά καιρούς δοκιμάζουν αρκετά και διαφορετικά είδη απώλειας. Μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσει την απώλεια κάποιου φίλου ή του αγαπημένου του κατοικίδιου, έναν αποχωρισμό λόγω διαζυγίου, αρρώστιας ή θανάτου. Όλες οι απώλειες δημιουργούν πόνο στα παιδιά, και συχνά εμείς οι μεγάλοι, μην αντέχοντας τον πόνο τους, προσπαθούμε να τα προστατεύσουμε λέγοντας ψέματα. Ωστόσο, αυτό που είναι πέρα για πέρα αλήθεια είναι πως, όσο κι αν προσπαθήσουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τα προστατεύσουμε από κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διδάξουμε τους τρόπους, ώστε να διαχειριστούν το «πένθος» τους. Λένε πως τα παιδιά ξεπερνούν εύκολα την απώλεια. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν τις ξεπερνά ανώδυνα. Τόσο τα παιδιά όσο και οι μεγάλοι απλά μαθαίνουν να ζουν με αυτήν. Ωστόσο, ένα σταθερό περιβάλλον και πολλή αγάπη είναι οι πιο σίγουρες «συνταγές» για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να αντιμετωπίσουν τη θλίψη τους.
Τι είναι ο θάνατος;
Ο ψυχολόγος Ζαν Πιαζέ, ιδιαίτερα γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τα παιδιά, μας λέει πως για να αφομοιώσουν πλήρως την έννοια του θανάτου, πρέπει να φτάσουν στην ηλικία των 7-8 ετών, όταν, δηλαδή, θα έχουν συνειδητοποιήσει τις δύο απαραίτητες έννοιες, της ολότητας και της μη αντιστρεψιμότητας. Έως την ηλικία των 5 ετών, το παιδί, πράγματι, συνδέει τη ζωή με την κίνηση: Ό,τι κινείται είναι ζωντανό. Έως την ηλικία των 3 ετών, η μόνη ανησυχία του είναι ο αποχωρισμός. Περισσότερο, λοιπόν, από το θάνατο, είναι η διάλυση της σχέσης που επηρεάζει το νήπιο, η οποία σχετίζεται με το πρόσωπο που του παρέχει φροντίδα και τρυφερότητα, δηλαδή πρωτίστως τη μητέρα και στη συνέχεια τον πατέρα. Αν το βρέφος χάσει τη μητέρα του, χάνει το άτομο που του προσφέρει αγάπη και στοργή. Αν, πάλι, χάσει τον πατέρα του, δεν χάνει απλώς ένα σημαντικότατο και αναντικατάστατο πρόσωπο του περιβάλλοντός του, αλλά προσωρινά «χάνει» και τη μητέρα του, η συμπεριφορά της οποίας έχει αλλάξει λόγω του πένθους. Το παιδί θα ξαναβρεί τους φυσιολογικούς του ρυθμούς, μόνο όταν αποκατασταθούν η ασφάλεια και η σταθερότητα γύρω του.
Η γατούλα πήγε στον Παράδεισο;
Η ιδέα του Παραδείσου και του Ουρανού είναι πολύ οικεία στα παιδιά, ειδικά όταν φαντάζονται ότι κατοικούνται από αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο Παράδεισος είναι ένα μέρος όπου αξίζει να πάει κάποιος που αγαπούν, αλλά δίνει και την αίσθηση της σταθερότητας. Τα παιδιά γύρω στα 5 τους χρόνια αρχίζουν να εισάγουν την απώλεια στα παιχνίδια τους. Παίζουν και μονολογούν: «Πάει το κουνελάκι, το έχασε η μαμά του», ή ξαπλώνουν στο πάτωμα και λένε: «Νόμιζες ότι πέθανα, έτσι δεν είναι;». Ιδιαίτερα μπροστά στους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, τα παιδιά αντιμετωπίζουν το θάνατο με αληθινά θεατρική διάθεση και, εναλλάσσοντας τους ρόλους, υποδύονται το ένα πρόσωπο μετά το άλλο.
Η απώλεια ανά ηλικία
Τα βρέφη, ενώ δεν αντιλαμβάνονται την έννοια του θανάτου, διαισθάνονται την απουσία και τη θλίψη των γύρω τους. Το μωρό μπορεί να αντιδράσει με διαταραχές ύπνου, αλλαγές στο πρόγραμμα διατροφής, αδικαιολόγητο κλάμα, γκρίνια και ανησυχία.
Τα νήπια εκφράζουν τα συναισθήματά τους με ένα θεατρικό τρόπο, μέσα από υπερβολική ενεργητικότητα ή κατάπτωση - και οι δύο αντιδράσεις αποτελούν εκφράσεις της θλίψης τους. Επίσης, μπορεί να δημιουργηθούν κάποιες διαταραχές στον ύπνο τους ή κάποιες φοβίες ή ακόμη και επιθετική συμπεριφορά.
Τα παιδιά από 7 έως 9 ετών αντιλαμβάνονται ότι ο θάνατος είναι ένα μόνιμο γεγονός. Κατά τη διάρκεια της απώλειας, μπορεί να εκδηλώσουν κατάθλιψη ή -αντίθετα- να προσπαθήσουν να κρύψουν τον πόνο τους πίσω από επιθετικές ενέργειες. Η αντίδρασή τους στο θρήνο είναι μικρότερη σε διάρκεια από αυτή των ενηλίκων, όμως μπορεί να χαρακτηρίζεται από παλινδρομήσεις στη συμπεριφορά τους σε προηγούμενα εξελικτικά στάδια. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσουν συμπεριφορές αμυντικές, που ενδέχεται να παραξενέψουν τους γονείς, όπως π.χ. να εκφράζουν χαρά αντί θλίψη.
«Τι μπορώ να κάνω;»
Όπως όλα τα θέματα που προβληματίζουν τους γονείς, έτσι και η απώλεια χρειάζεται πρώτα να «δουλευτεί» από τον ενήλικο που αναλαμβάνει να επικοινωνήσει το θέμα στο παιδί. Αν εσείς φοβάστε να κατονομάσετε λέξεις όπως θάνατος ή κηδεία, το πιο πιθανό είναι ότι θα μεταδώσετε αυτόν το φόβο και στο παιδί. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι, αν οι γονείς έχουν διδαχτεί και διδάξει πώς να διαχειρίζονται τις απώλειες, τα παιδιά τους έχουν λιγότερα και συντομότερα προβλήματα με τη συμπεριφορά, τον ύπνο και την ξεκούραση, και πολύ λιγότερα μαθησιακά ζητήματα. Αν αφήσετε τα παιδιά να κλάψουν και να επικοινωνήσουν τον πόνο τους, τότε σίγουρα θα ξαλαφρώσουν.
Οι πιο συχνές ερωτήσεις που κάνουν τα παιδιά
Γιατί πέθανε ο σκύλος μου;
Είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε γιατί κάνει αυτή την ερώτηση. Μήπως αισθάνεται το ίδιο το παιδί λυπημένο, θυμωμένο ή ένοχο; Μόλις εντοπίσουμε τα συναισθήματα, χρειάζεται να του δώσουμε «χώρο» για να τα εκφράσει. Εξηγήστε του για ποιο λόγο πέθανε ο σκύλος, προκειμένου να μη νιώσει το ίδιο υπεύθυνο. Επίσης, θα μπορούσε η διαδικασία του αποχαιρετισμού, εκτός από την εξέφραση των συναισθημάτων, να συμπεριλαμβάνει και την ταφή του ζώου, σε ένα μέρος που θα έχετε επιλέξει από κοινού.
Πού είναι ο παππούς τώρα;
Πριν απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, είναι καλό να μάθουμε πού πιστεύει το παιδί ότι είναι ο παππούς τώρα. Καλό είναι να μην πούμε ότι «ο Θεός τον έχει πάρει κοντά του», διότι μελέτες έχουν δείξει ότι ο θυμός που στρέφεται προς το Θεό μπορεί να οδηγήσει στην προσωρινή ή μόνιμη απώλεια της πίστης γενικότερα. Η απάντηση είναι σημαντικό να είναι ειλικρινής, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο διατυπωμένη ώστε να αντιστοιχεί στην ηλικία του παιδιού.
Θα πεθάνεις κι εσύ;
Είναι πολύ σημαντικό να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση καθησυχάζοντας το παιδί, αλλά ταυτόχρονα να είμαστε ειλικρινείς. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να του πούμε: «Κάποτε θα πεθάνω, αλλά ελπίζω αυτό να αργήσει», «ή δεν έχω κάποια σοβαρή αρρώστια που να απειλεί τη ζωή μου». Όταν ένα παιδί κάνει αυτή την ερώτηση, στην πραγματικότητα αυτό που λέει είναι ότι φοβάται μήπως πεθάνει αυτός που αγαπά πολύ, και αναζητά με αυτό τον τρόπο την εξασφάλιση της σταθερότητας στη ζωή του. Έτσι, ανταπαντάμε με τη βαθύτερη ερώτηση: «Ανησυχείς μήπως πεθάνω;». Αυτή μπορεί να είναι η «πόρτα» για μια πολύ καλή συζήτηση, που θα εκτονώσει τα συναισθήματα του παιδιού.
Πόσο θα ζήσω;
Μία καλή απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι ότι «κανείς δεν ξέρει με σιγουριά το πόσο θα ζήσει κάποιος, αλλά κανείς δεν ζει για πάντα». Θα καθησυχάσουμε τους φόβους του παιδιού, απαντώντας ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν όταν είναι πολύ ηλικιωμένοι και ότι οι ηλικιωμένοι δεν δείχνουν να τους απασχολεί το αν θα πεθάνουν.
Τέλος, θυμηθείτε: Τα παιδιά δεν χρειάζονται «τέλειες» απαντήσεις. Χρειάζονται γονείς που να είναι πρόθυμοι να μην αποφεύγουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις τους. Και χρειάζονται γονείς που θα τα στηρίξουν συναισθηματικά όταν το χρειάζονται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου