Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Παιχνιδοθεραπεία: Η μαγική θεραπεία για κάθε νόσο.


Η θεραπευτική ικανότητα του παιχνιδιού, παρέχει στο παιδί τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει αγχώδεις εμπειρίες, και το βοηθά να εκφράσει έμμεσα ή συμβολικά τις ανησυχίες, τους φόβους, τις επιθυμίες του.

Σύμφωνα με τον Walt Disney, ο μεγαλύτερος φυσικός πόρος της ανθρωπότητας είναι «το μυαλό των παιδιών μας».Ωστόσο έρευνες υποστηρίζουν πως 1 στα 7 παιδιά παιδικής και εφηβικής ηλικίας έχουν κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, όπως προβλήματα στην επικοινωνία και στη γλώσσα, ελλειματική προσοχή, υπερκινητικότητα, τικ, ενούρηση, προβλήματα προσαρμογής, προβλήματα διαγωγής, συναισθηματικά προβλήματα, ψύχωση. Αυτά τα προβλήματα δημιουργούνται είτε από γενετική προδιάθεση είτε από προβληματικό περιβάλλον (π.χ. σπίτι, σχολείο κλπ), είτε από συνδυασμό και των δύο. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η ύπαρξη μιας θεραπείας που δημιουργήθηκε για παιδιά και απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτά είναι πλέον υψίστης σημασίας.   

Τι είναι η παιχνιδοθεραπεία 
Η παιχνιδοθεραπεία (play therapy) αποτελεί μια μορφή θεραπείας που σε αντίθεση με τις «ομιλούσες» θεραπείες, απαιτεί από το θεραπευτή να κατέβει στο επίπεδο του παιδιού και να μιλήσει στη γλώσσα του. Ο πιο οικείος τρόπος έκφρασης για ένα παιδί είναι το παιχνίδι. Στη συγκεκριμένη θεραπεία λοιπόν, τη θέση των λέξεων την καταλαμβάνουν τα παιχνίδια, μέσω των οποίων το παιδί ενθαρρύνεται να εξερευνήσει τα συναισθήματά του, να τα κατανοήσει, να τα αποδεχθεί και να τα επεξεργαστεί, χρησιμοποιώντας την έμφυτη φαντασία και τη δημιουργικότητα που χαρακτηρίζει την ηλικία του.

Τα αποτελέσματα και τα οφέλη αυτής της μορφής θεραπείας στα παιδιά είναι πολλαπλά και έχουν καταγραφεί ερευνητικά. Απώτερος στόχος είναι η προαγωγή της ψυχικής υγείας του παιδιού, η ενίσχυση της αυτοπεποίθησής του και ο αυτοέλεγχος της συμπεριφοράς του. 

Έπειτα από τη θεραπεία το παιδί έχει κατακτήσει μεγαλύτερα επίπεδα ψυχικής και πνευματικής ωριμότητας και έχει εφοδιαστεί με τους μηχανισμούς που του είναι απαραίτητοι, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει μόνο του τις δυσκολίες που του παρουσιάζονται.

Η θεραπευτική ικανότητα του παιχνιδιού, παρέχει στο παιδί τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει αγχώδεις εμπειρίες, με έναν συμβολικό τρόπο και το βοηθά να εκφράσει έμμεσα ή συμβολικά τις ανησυχίες, τους φόβους, τις επιθυμίες του. Με τον τρόπο αυτό, το παιχνίδι χρησιμοποιείται ως μέσον ενεργητικής προσαρμογής σε μία υπάρχουσα κατάσταση, ενώ συγχρόνως γίνεται μία εξαιρετική διαγνωστική μέθοδος, προκειμένου να πλησιάσουμε την τρυφερή ψυχή των μικρών παιδιών, για τα οποία η γλώσσα είναι ακόμα ατελές μέσο επικοινωνίας. 

Τι μας αποκαλύπτει η παιχνιδοθεραπεία για την προσωπικότητα του παιδιού 
Αν παρακολουθήσει κανείς τη συμπεριφορά του παιδιού στο παιχνίδι, βλέπει τη στάση του απέναντι στη ζωή και στο περιβάλλον. Το παιχνίδι μάς επιτρέπει να γνωρίσουμε το παιδί καλύτερα από κάθε άλλο μέ­σο, επειδή πηγάζει από την αυθόρμητη και πολυσύνθετη ενεργητικότητά του. 

Χά­ρη στο παιχνίδι αναγνωρίζονται όχι μόνο οι ατομικές διαφορές αλλά και οι ομα­δικές. 

 Η φιλοδοξία, η ματαιοδοξία, η κοινωνική ένταξη, ο φόβος και η τόλμη έχουν στο παιχνίδι τη δυνατότητα να εξωτερικευτούν και πιθανόν να εξασκηθούν σε λογικές αναλογίες. 

Παρατηρούμε πως τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει απομονω­μένα αποφεύγουν τα ομαδικά παιχνίδια. 

Βλέποντας ένα προβληματικό παιδί να παίζει καταλαβαίνουμε αρκετά για τη φύση του προβλήματος, για τα αίτια (άγχος; επιθετι­κότητα; κατωτερότητα; κτλ.). 

Ένα έντονα αγχωτικό παιδί δυσκολεύεται, συχνά, ή είναι ανίκανο να παίξει.  

Ένα νευρωτικό, πάλι, παιδί διαφέρει από τα άλλα στον τρόπο που πλησιάζει τα παιχνίδια, στον τρόπο που παίζει, στις συγκινήσεις που συνοδεύουν το παιχνίδι. 

Το νευρωτικό παιδί όχι μόνο δεν είναι δημιουργικό στο παιχνίδι, αλ­λά κυριαρχείται, συχνότατα, από την τάση της καταστροφής. Και, ακόμη, συμπε­ριφέρεται γενικά στο παιχνίδι σαν να είναι μικρότερο από όσο είναι. 

Σε τι βοηθάει η παιχνιδοθεραπεία;
Η συγκεκριμένη θεραπεία, είναι κατάλληλη για παιδιά από τεσσάρων περίπου ετών και απευθύνεται σε ένα μεγάλο εύρος δυσκολιών που μπορεί να παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους. 

Μπορεί να βοηθήσει παιδιά που βρίσκονται σε μια μεταβατική περίοδο στη ζωή τους μετά από ένα διαζύγιο, μια απώλεια, αλλαγή τόπου διαμονής ή σχολικού περιβάλλοντος, ή μετά τον ερχομό ενός νέου μέλους στην οικογένεια. 

Ενδείκνυται για παιδιά με δυσκολίες στη διαχείριση των συναισθημάτων, την κοινωνικοποίηση ή παιδιά που παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς. 

Αφορά παιδιά που μπορεί να εμπλέκονται σε φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού, είτε βρίσκονται στη θέση του θύματος, είτε του θύτη. 

Παιδιά που έχουν υπάρξει μάρτυρες ενδοοικογενειακής βίας ή έχουν υποστεί κάποιας μορφής κακοποίηση. 

Επίσης είναι κατάλληλη για παιδιά που παρουσιάζουν κάποιου είδους αναπτυξιακή διαταραχή, όπως αυτισμό ή διαταραχή ελλειμματικής προσοχής  

*Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του Διεθνούς Οργανισμού Παιγνιοθεραπείας (PTI- Play Therapy International ) www.playtherapy.org


Πηγή =  http://www.imommy.gr/

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Οι ζωγραφιές των παιδιών.Τι να μας δείχνουν άραγε;

Είναι κατά κανόνα πλούσιες και ευφάνταστες στη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας, για να αραιώσουν και να φτωχύνουν όσο περνάνε τα χρόνια, και να σταματήσουν σχεδόν τελείως κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Ο λόγος για τις παιδικές ζωγραφιές που μπορούν εκτός από τη δημιουργική έκφραση των παιδιών να αποτελέσουν κι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη διερεύνηση της συναισθηματικής, ψυχικής και νοητικής τους κατάστασης.




Δεν υπάρχει τίποτα πιο ωραίο από μια ευφάνταστη, χρωματιστή και χαρούμενη παιδική ζωγραφιά, γι’ αυτό ακόμα και οι λιγότερο φιλότεχνοι είναι απίθανο να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά σ’ ένα «έργο τέχνης» φτιαγμένο από ένα αθώο παιδικό χέρι. Ευτυχώς, τα παιδιά –κυρίως στην προσχολική ηλικία και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού– ζωγραφίζουν πολύ, κι αυτό επειδή οι ζωγραφιές τους είναι ένας από τους κύριους τρόπους έκφρασης από τη στιγμή που μπορούν να πιάσουν ένα μολύβι στο χέρι τους και να καταγράψουν ένα ίχνος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το πόσο μεγάλη σημασία παίζουν οι εικόνες αυτές όταν θέλουμε να εκτιμήσουμε τη νοητική και τη συναισθηματική ανάπτυξη ενός παιδιού, αλλά και να καταλάβουμε τα στοιχεία της προσωπικότητάς του και όλα όσα το προβληματίζουν, το απασχολούν ή απλώς βλέπει και παρατηρεί γύρω του.

Ζωγράφοι ετών 1,5

Για τα πολύ μικρά παιδιά το μολύβι δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο. Όταν τους δείξουμε και καταλάβουν ότι μπορεί να κάνει σημάδια, αρχίζουν να το χρησιμοποιούν μουντζουρώνοντας και χαράζοντας (συχνά το πιέζουν πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να φτιάχνουν ακόμα και «ανάγλυφα» σχέδια) οποιαδήποτε επιφάνεια, ακόμα και το ίδιο τους το σώμα. Ο στόχος τους φυσικά δεν είναι να ζωγραφίσουν κάτι συγκεκριμένο. Οι πρώτες αυτές «ζωγραφιές» μοιάζουν με μπερδεμένα κουβάρια, είναι μουτζούρες που ουσιαστικά θυμίζουν τις κινήσεις τους όταν, σε αυτή την ηλικία, πηδάνε πάνω κάτω ή στροβιλίζονται γύρω από τον εαυτό τους. Σταδιακά βάζουν τις μουτζούρες τους σε έλεγχο, οι οποίες και διαφοροποιούνται σε πολλές μορφές: ευθείες, ελικοειδείς, ζιγκ ζαγκ γραμμές. Στη συνέχεια –από τα 3 τους χρόνια και μετά– σχεδιάζουν μεμονωμένες «φιγούρες» –γραμμές, σπείρες, κύκλους– στις οποίες και δίνουν ονόματα. Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία έχουν την τάση να ονομάζουν τις ζωγραφιές τους, λένε δηλαδή πως έχουν ζωγραφίσει τη μαμά ή τον μπαμπά, αλλά μετά το ξεχνάνε κι αν τα ξαναρωτήσουμε μετά από λίγες μέρες για τις ίδιες εικόνες μπορεί να μας πουν πως οι ζωγραφιές τους αναπαριστούν κάτι άλλο.



Η χρυσή εποχή για την παιδική ζωγραφική

Ξεκινά περίπου στην ηλικία των 3,5 με 5 ετών, όταν τα παιδιά περνάνε από τις γραμμές και τις μουτζούρες στα σχήματα που θυμίζουν κηλίδες και που αναπαριστούν αντικείμενα ή ανθρώπους που βλέπουν γύρω τους (π.χ. ο ουρανός, η θάλασσα, ένας άνθρωπος, ένα σπίτι, ένα δέντρο, λουλούδια κ.ά.). Σε αυτές τις ζωγραφιές δεν υπάρχει η έννοια της προοπτικής (όλα όσα θέλουν να αναπαραστήσουν τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς να αλληλοκαλύπτονται) ούτε οι κανόνες της βαρύτητας (π.χ. τα σπίτια πάνω στο βουνό ζωγραφίζονται πλαγιαστά ακολουθώντας τη γραμμή του βουνού). Από την άλλη πλευρά, ο ουρανός, όπως και η θάλασσα, είναι μια μπλε γραμμή, η γη μια καφέ λωρίδα, το χορτάρι, μια πράσινη, ο αέρας είναι απλώς το υπόλοιπο χαρτί που παραμένει λευκό, τα σπίτια και τα αυτοκίνητα είναι διαφανή (π.χ. βλέπουμε μέσα τις καρέκλες και τα κρεβάτια) κι ό,τι αγαπάνε, προτιμούν, είναι σημαντικό ή μεγάλο το αναπαριστούν χωρίς να σέβονται τις αναλογίες ή τα πραγματικά μεγέθη. Στο δημοτικό πια μπαίνει σαφώς η έννοια των δεξιοτήτων στις παιδικές ζωγραφιές και τα παιδιά σιγά σιγά καταλαβαίνουν την προοπτική (αντιλαμβάνονται το χώρο περίπου στα 11) και χρησιμοποιούν τα χρώματα νατουραλιστικά.



Όταν η δημιουργικότητα και η φαντασία μπαίνουν σε καλούπια

Η δημιουργικότητα των παιδιών μειώνεται καθώς μεγαλώνουν, ιδίως από τη στιγμή που ξεκινάνε το σχολείο και μετά (στην εφηβεία μάλιστα τα παιδιά έχουν την τάση να σταματάνε τελείως να ζωγραφίζουν). Αυτό δεν συμβαίνει επειδή ξαφνικά παύουν να έχουν φαντασία, αλλά επειδή όταν τα παιδιά ξεκινούν το δημοτικό αρχίζουν να επηρεάζονται από τα στερεότυπα που υπάρχουν στην κοινωνία κι έτσι οι ζωγραφιές τους κινούνται σε συγκεκριμένα πλαίσια. Αυτό που είναι αναγκαίο για να μπορέσουν να απελευθερωθούν και να απεγκλωβιστούν –καθώς η φαντασία των παιδιών είναι ικανότητα συνεχώς αναπτυσσόμενη και εκπαιδεύσιμη (όπως η νοημοσύνη)– είναι το να έχουν «παραστάσεις» από το σχολείο, τις εξωσχολικές δραστηριότητες, την οικογένεια κ.λπ.



Τα υλικά

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, η έκφραση μέσω της ζωγραφικής είναι πολύ σημαντική για τα παιδιά και γι’ αυτό έχουν την τάση να ζωγραφίζουν και να χρωματίζουν με οτιδήποτε βρουν σε κάθε πιθανό σημείο. Οι μεγάλοι όμως, επειδή φοβόμαστε ότι τα παιδιά θα λερώσουν και θα λερωθούν, αποφεύγουμε να τους δώσουμε υλικά ζωγραφικής ή και τα αποτρέπουμε από το να εκφραστούν ζωγραφίζοντας. Αυτό όμως, εκτός από λανθασμένο, μπορεί να αποβεί ακόμα και επικίνδυνο για την ανάπτυξη των παιδιών. Χρειάζεται λοιπόν να ξεπεράσουμε τους φόβους και τις αναστολές μας και να δώσουμε στα παιδιά όσα πιο πολλά υλικά και χρώματα (που εξ ορισμού τους αρέσουν πολύ) μπορούμε ώστε να επιλέξουν. Ο μόνος περιορισμός είναι να επιλέγουμε χρώματα μη τοξικά, κυρίως για τα μικρά παιδιά.



Άραγε έχει ταλέντο;

Σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν υπάρχει κανένα παιδί που να μην έχει έστω και μικρή έφεση στη ζωγραφική. Όλα τα παιδιά γεννιούνται με κάποιες ζωγραφικές ικανότητες. Κάποια βέβαια έχουν περισσότερο ταλέντο από άλλα και αυτή η διαφορά γίνεται συχνά αντιληπτή από την ηλικία των 4 ή των 5 χρόνων ακόμα. Το ταλέντο όμως –θα πρέπει να γνωρίζουμε– δεν έχει να κάνει με τη νοητική ανάπτυξη, αλλά με τη δεξιότητα των χεριών τους, και γι’ αυτό δεν είναι σπάνιο να συναντάμε παιδιά που υστερούν νοητικά να αναπαριστούν τις εικόνες που βλέπουν πιο επιδέξια από άλλα «φυσιολογικά» παιδιά της ηλικίας τους. Έτσι, το ταλέντο από μόνο του δεν είναι αρκετό για να πούμε ότι όσοι το διαθέτουν θα γίνουν και καλλιτέχνες. Οι ικανότητες αυτές χρειάζεται να αναπτυχθούν, πράγμα που δεν συμβαίνει αυτόματα καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν. Οι δεξιότητες επηρεάζονται και καλλιεργούνται σε σημαντικό βαθμό από τις ευκαιρίες, τις εικόνες και τα ερεθίσματα που έχουν τα παιδιά στο περιβάλλον τους. Μεγάλη σημασία για να αναπτυχθούν αυτές οι ικανότητες έχει το σχολείο όπου χρειάζεται να διδάσκεται σωστά και ολοκληρωμένα η τέχνη. Ο στόχος αυτής της διδασκαλίας θα πρέπει να είναι –εκτός από τη βελτίωση των ζωγραφικών δεξιοτήτων των παιδιών– η ανάπτυξη της φαντασίας και της κρίσης τους. Άλλωστε, είναι σημαντικό τα παιδιά να μπορούν όχι μόνο να δημιουργούν, αλλά επίσης να αναγνωρίζουν και να εκτιμούν τα έργα τέχνης, να γνωρίζουν την ιστορία της τέχνης και να κατανοούν το ρόλο, τη σημασία και την αξία της.



Γιατί δεν ζωγραφίζει;

Ένα παιδί που έχει περάσει την ηλικία των 3–4 ετών και έχει τα ερεθίσματα για να ζωγραφίσει, του έχουμε δηλαδή δώσει χαρτιά, μολύβια, χρώματα και του έχουμε δείξει πώς μπορεί να τα χρησιμοποιήσει αλλά παρ’ όλα αυτά δεν ζωγραφίζει, θα μπορούσε να έχει κάποια δυσκολία που σχετίζεται με τις νοητικές του ικανότητες ή το επίπεδο ωρίμανσής του, οπότε, αν έχουμε και άλλες σχετικές ενδείξεις ώστε να υποψιαζόμαστε κάτι τέτοιο, θα πρέπει να συμβουλευτούμε έναν ειδικό. Το πιθανότερο όμως είναι άλλο. Είναι πολύ πιο συχνό το παιδί που αποφεύγει να σχεδιάσει να έχει έλλειψη δεξιότητας κι έτσι να «μπλοκάρει» και να αρνείται να ζωγραφίσει επειδή ντρέπεται, νιώθει ότι υστερεί, δεν μπορεί να φτιάξει κάτι ικανοποιητικό. Αυτό το παιδί χρειάζεται ενθάρρυνση και πιθανώς να του δείξουμε ότι εκτός από τη σχεδιαστική ικανότητα στη ζωγραφική μεγάλο ρόλο παίζει η χρήση των χρωμάτων, η φαντασία, η έμπνευση.



Το «ψυχογράφημα» μιας ζωγραφιάς

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και κυρίως τη δεκαετία του ’50 υπήρξε έντονο ενδιαφέρον από την πλευρά των ειδικών επιστημόνων σε σχέση με την ανάπτυξη μετρήσεων και τεστ γύρω από τη διερεύνηση αλλά και τη βελτίωση των δημιουργικών ικανοτήτων και ταλέντων. Οι μετρήσεις αυτές λειτούργησαν κυρίως ως τεστ ευφυΐας και λιγότερο ως τεστ δημιουργικότητας. Στις μέρες μας οι ειδικοί συνεχίζουν να χρησιμοποιούν το παιδικό σχέδιο ως συμπληρωματικό εργαλείο στην αξιολόγηση όχι μόνο των δεξιοτήτων αλλά και της νοημοσύνης, της ωριμότητας και της προσωπικότητας των παιδιών (4 ετών και πάνω).

Έτσι, το σχέδιο είναι κάτι που συχνά ζητούν –ώστε να το εκτιμήσουν– οι ειδικοί από τα παιδιά των οποίων την ψυχολογική κατάσταση θέλουν να διερευνήσουν. Συνήθως τους ζητάνε να σχεδιάσουν:

*Έναν άνθρωπο, σχέδιο στο οποίο συνήθως το παιδί προβάλλει τον εαυτό του. Έτσι, το ρωτάνε σε σχέση με το ανθρωπάκι της ζωγραφιάς θέλοντας να μάθουν για τα δικά του συναισθήματα, προβλήματα, σκέψεις κ.λπ.

*Ένα σπίτι, ένα δέντρο.

*Την οικογένειά τους.

Σε όλα αυτά τα σχέδια οι ειδικοί ενδιαφέρονται για το πόσο ολοκληρωμένα είναι αλλά και κατά πόσο είναι μικρά, μεγάλα, πλούσια ή φτωχά, μόνα τους ή με άλλα σχέδια κ.λπ. ώστε να αντλήσουν στοιχεία σχετικά με την ωριμότητα και τη νοημοσύνη του παιδιού καθώς επίσης και την προσωπικότητα και τη συναισθηματική του κατάσταση. Θα πρέπει να τονίσουμε βέβαια ότι ένα σχέδιο αποτελεί απλώς ένδειξη κάποιων χαρακτηριστικών και καταστάσεων και θα πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από άλλα στοιχεία (πληροφορίες από τους γονείς και το παιδί, παρατήρηση του παιδιού, άλλα εργαλεία αξιολόγησης), προκειμένου να καταλήξουν οι ειδικοί σε κάποιο πόρισμα σχετικά με τις ικανότητες, τα χαρακτηριστικά και τα συναισθήματα του παιδιού.



Τι μπορούμε να καταλάβουμε από τα σχέδια των παιδιών

Ένα παιδικό σχέδιο δεν μπορεί να αποτελεί από μόνο του έναν σίγουρο δείκτη ούτε για τη νοημοσύνη ούτε για την προσωπικότητα ούτε για τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού. Υπάρχουν όμως στοιχεία που θα μπορούσαν να μας θορυβήσουν και να μας ωθήσουν στο να ζητήσουμε τη γνώμη ενός ειδικού όταν βλέπουμε το παιδί μας να:

@ Ζωγραφίζει συνέχεια τα ίδια ακριβώς σχέδια. Δεν χρειάζεται να ανησυχήσουμε αν το παιδί μας περνάει μια περίοδο κατά την οποία κάνει σχέδια με το ίδιο θέμα, π.χ. τρένα, αλλά όταν για ένα πάρα πολύ μεγάλο διάστημα επιμένει να ζωγραφίζει ένα συγκεκριμένο τρένο.

@ Επιλέγει συνέχεια τα ίδια χρώματα, ειδικά αν προτιμά τις πολύ σκούρες, μουντές και μαύρες αποχρώσεις.

@ Μουτζουρώνει αμέσως μετά το σχέδιό του (κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι στοιχείο έντονης παρορμητικότητας ή επιθετικότητας).

@ Σβήνει πάρα πολύ στο σχέδιό του, επιμένοντας στις λεπτομέρειες και αναζητώντας την τελειότητα (κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι στοιχείο ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας).

@ Φτιάχνει ζωγραφιές με περίεργο θέμα (π.χ. αρρώστους σε νοσοκομεία).

@ Κάνει μικρά και περιορισμένα σχέδια, γιατί κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δείχνει ανασφάλεια, όπως αντίθετα ένα πολύ μεγάλο σχέδιο θα μπορούσε να μας παραπέμπει σ’ ένα παιδί με υπερτονισμένη αυτοπεποίθηση.

@ Φτωχά σχέδια (αναντίστοιχα της ηλικίας του), γιατί μπορεί αυτό να μας βάλει υποψίες για προβλήματα νοημοσύνης και ωριμότητας.

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

10 «μαθήματα πειθαρχίας» από το δάσκαλο του παιδιού σας



Ο κλινικός παιδοψυχολόγος Dr. Kenneth  Shore μας δίνει 10 βασικά και αποτελεσματικά μαθήματα πειθαρχίας που κάθε γονιός θα μπορούσε να «δανειστεί» από το δάσκαλο του παιδιού του.


1. Ο δάσκαλος…ξεκαθαρίζει τους ρόλους
Ο δάσκαλος πάντα βάζει ξεκάθαρους όρους. Εκείνος είναι ο δάσκαλος, η δουλειά του είναι να τους κάνει μάθημα και η δουλειά των παιδιών να μάθουν το μάθημά τους. 

2. Ο δάσκαλος θέτει όρια 
Τα παιδιά πάντα δοκιμάζουν τα όρια μας. Όταν λοιπόν τα παιδιά κάνουν χαζά πράγματα οι δάσκαλοι τα κοιτάζουν απλώς στα μάτια. 

3. Ο δάσκαλος έχει ξεκαθαρισμένο μέσα του ότι δεν είναι φίλος με τα παιδιά 
Αν ήταν έτσι θα τον φώναζαν Γιώργο ή Μαρία κι όχι «κύριο» και «κυρία». Το ίδιο ξεκαθαρίστε κι εσείς μέσα σας. Τα παιδιά έχουν ήδη φίλους, γονείς χρειάζονται

4. Ο δάσκαλος δεν υψώνει τη φωνή στην τάξη
Γιατί ξέρει ότι όσο δυνατά και να φωνάξει τα παιδιά πάντα μπορούν να φωνάξουν δυνατότερα. Κάντε το κι εσείς: Μιλήστε χαμηλόφωνα, χωρίς κορώνες και εξάρσεις στη φωνή. Αν χρειαστεί να φωνάξετε για να επιβάλετε την τάξη, μην το κάνετε παραπάνω από μια φορά την ημέρα.

5. Ο δάσκαλος απασχολεί δημιουργικά τα παιδιά
Γιατί ξέρει ότι αν είναι απασχολημένα δεν θα κάνουν φασαρία. 

6. Ο δάσκαλος ξέρει να επιβραβεύει το φιλότιμο των παιδιών 
Πάντα οι δάσκαλοι επαινούν την τάξη τους και δεν παραλείπουν να πουν στα παιδιά πόσο περήφανοι είναι γι’ αυτά, ότι είναι παιδιά με προοπτική και ότι μπορούν να γίνουν ότι θελήσουν στη ζωή τους.Δοκιμάστε την επιβράβευση και τον έπαινο και θα δείτε τη διαφορά! 

7. Ο δάσκαλος δεν φοβάται να πει «δεν ξέρω» 
Και τα παιδιά το εκτιμούν αυτό. Αυτό που χρειάζονται δεν είναι ανθρώπους ξερόλες, αλλά αληθινούς ανθρώπους γύρω τους 

8. Ο δάσκαλος ξέρει ότι η εκπαίδευση ενός παιδιού είναι λειτούργημα 
Όπως άλλωστε και η μητρότητα και η ανατροφή του επίσης  

9. Ο δάσκαλος ξέρει τη σημασία των σωστών προτύπων
Η αυτοπειθαρχία του δασκάλου είναι πρότυπο προς αντιγραφή. Το ίδιο και του γονιού 

10. Ο δάσκαλος χρησιμοποιεί θετικά και υγιή μηνύματα για να διορθώσει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά
Για παράδειγμα αποφεύγει τους  μειωτικούς χαρακτηρισμούς και αναφέρονται στην πράξη και όχι στην προσωπικότητα του παιδιού. Οι χαρακτηρισμοί στην προσωπικότητα παγιώνουν τις αρνητικές συμπεριφορές.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Πώς να μιλήσεις σε ένα παιδί για τον θάνατο.

Η απώλεια για ένα μικρό παιδί μπορεί να γίνει αφορμή να διαταραχτεί ο ευαίσθητος εσωτερικός του κόσμος. Με ποιον τρόπο μπορούμε να απαλύνουμε τον πόνο του αποχαιρετισμού;

Τα παιδιά, όπως αντίστοιχα και οι ενήλικοι, κατά καιρούς δοκιμάζουν αρκετά και διαφορετικά είδη απώλειας. Μπορεί να χρειαστεί να αντιμετωπίσει την απώλεια κάποιου φίλου ή του αγαπημένου του κατοικίδιου, έναν αποχωρισμό λόγω διαζυγίου, αρρώστιας ή θανάτου. Όλες οι απώλειες δημιουργούν πόνο στα παιδιά, και συχνά εμείς οι μεγάλοι, μην αντέχοντας τον πόνο τους, προσπαθούμε να τα προστατεύσουμε λέγοντας ψέματα. Ωστόσο, αυτό που είναι πέρα για πέρα αλήθεια είναι πως, όσο κι αν προσπαθήσουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τα προστατεύσουμε από κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διδάξουμε τους τρόπους, ώστε να διαχειριστούν το «πένθος» τους. Λένε πως τα παιδιά ξεπερνούν εύκολα την απώλεια. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν τις ξεπερνά ανώδυνα. Τόσο τα παιδιά όσο και οι μεγάλοι απλά μαθαίνουν να ζουν με αυτήν. Ωστόσο, ένα σταθερό περιβάλλον και πολλή αγάπη είναι οι πιο σίγουρες «συνταγές» για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να αντιμετωπίσουν τη θλίψη τους.

Τι είναι ο θάνατος;

Ο ψυχολόγος Ζαν Πιαζέ, ιδιαίτερα γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με τα παιδιά, μας λέει πως για να αφομοιώσουν πλήρως την έννοια του θανάτου, πρέπει να φτάσουν στην ηλικία των 7-8 ετών, όταν, δηλαδή, θα έχουν συνειδητοποιήσει τις δύο απαραίτητες έννοιες, της ολότητας και της μη αντιστρεψιμότητας. Έως την ηλικία των 5 ετών, το παιδί, πράγματι, συνδέει τη ζωή με την κίνηση: Ό,τι κινείται είναι ζωντανό. Έως την ηλικία των 3 ετών, η μόνη ανησυχία του είναι ο αποχωρισμός. Περισσότερο, λοιπόν, από το θάνατο, είναι η διάλυση της σχέσης που επηρεάζει το νήπιο, η οποία σχετίζεται με το πρόσωπο που του παρέχει φροντίδα και τρυφερότητα, δηλαδή πρωτίστως τη μητέρα και στη συνέχεια τον πατέρα. Αν το βρέφος χάσει τη μητέρα του, χάνει το άτομο που του προσφέρει αγάπη και στοργή. Αν, πάλι, χάσει τον πατέρα του, δεν χάνει απλώς ένα σημαντικότατο και αναντικατάστατο πρόσωπο του περιβάλλοντός του, αλλά προσωρινά «χάνει» και τη μητέρα του, η συμπεριφορά της οποίας έχει αλλάξει λόγω του πένθους. Το παιδί θα ξαναβρεί τους φυσιολογικούς του ρυθμούς, μόνο όταν αποκατασταθούν η ασφάλεια και η σταθερότητα γύρω του.

Η γατούλα πήγε στον Παράδεισο;

Η ιδέα του Παραδείσου και του Ουρανού είναι πολύ οικεία στα παιδιά, ειδικά όταν φαντάζονται ότι κατοικούνται από αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο Παράδεισος είναι ένα μέρος όπου αξίζει να πάει κάποιος που αγαπούν, αλλά δίνει και την αίσθηση της σταθερότητας. Τα παιδιά γύρω στα 5 τους χρόνια αρχίζουν να εισάγουν την απώλεια στα παιχνίδια τους. Παίζουν και μονολογούν: «Πάει το κουνελάκι, το έχασε η μαμά του», ή ξαπλώνουν στο πάτωμα και λένε: «Νόμιζες ότι πέθανα, έτσι δεν είναι;». Ιδιαίτερα μπροστά στους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους, τα παιδιά αντιμετωπίζουν το θάνατο με αληθινά θεατρική διάθεση και, εναλλάσσοντας τους ρόλους, υποδύονται το ένα πρόσωπο μετά το άλλο.

Η απώλεια ανά ηλικία

Τα βρέφη, ενώ δεν αντιλαμβάνονται την έννοια του θανάτου, διαισθάνονται την απουσία και τη θλίψη των γύρω τους. Το μωρό μπορεί να αντιδράσει με διαταραχές ύπνου, αλλαγές στο πρόγραμμα διατροφής, αδικαιολόγητο κλάμα, γκρίνια και ανησυχία.

Τα νήπια εκφράζουν τα συναισθήματά τους με ένα θεατρικό τρόπο, μέσα από υπερβολική ενεργητικότητα ή κατάπτωση - και οι δύο αντιδράσεις αποτελούν εκφράσεις της θλίψης τους. Επίσης, μπορεί να δημιουργηθούν κάποιες διαταραχές στον ύπνο τους ή κάποιες φοβίες ή ακόμη και επιθετική συμπεριφορά.

Τα παιδιά από 7 έως 9 ετών αντιλαμβάνονται ότι ο θάνατος είναι ένα μόνιμο γεγονός. Κατά τη διάρκεια της απώλειας, μπορεί να εκδηλώσουν κατάθλιψη ή -αντίθετα- να προσπαθήσουν να κρύψουν τον πόνο τους πίσω από επιθετικές ενέργειες. Η αντίδρασή τους στο θρήνο είναι μικρότερη σε διάρκεια από αυτή των ενηλίκων, όμως μπορεί να χαρακτηρίζεται από παλινδρομήσεις στη συμπεριφορά τους σε προηγούμενα εξελικτικά στάδια. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιήσουν συμπεριφορές αμυντικές, που ενδέχεται να παραξενέψουν τους γονείς, όπως π.χ. να εκφράζουν χαρά αντί θλίψη. 

«Τι μπορώ να κάνω;»

Όπως όλα τα θέματα που προβληματίζουν τους γονείς, έτσι και η απώλεια χρειάζεται πρώτα να «δουλευτεί» από τον ενήλικο που αναλαμβάνει να επικοινωνήσει το θέμα στο παιδί. Αν εσείς φοβάστε να κατονομάσετε λέξεις όπως θάνατος ή κηδεία, το πιο πιθανό είναι ότι θα μεταδώσετε αυτόν το φόβο και στο παιδί. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι, αν οι γονείς έχουν διδαχτεί και διδάξει πώς να διαχειρίζονται τις απώλειες, τα παιδιά τους έχουν λιγότερα και συντομότερα προβλήματα με τη συμπεριφορά, τον ύπνο και την ξεκούραση, και πολύ λιγότερα μαθησιακά ζητήματα. Αν αφήσετε τα παιδιά να κλάψουν και να επικοινωνήσουν τον πόνο τους, τότε σίγουρα θα ξαλαφρώσουν.

Οι πιο συχνές ερωτήσεις που κάνουν τα παιδιά

Γιατί πέθανε ο σκύλος μου;

Είναι πολύ σημαντικό να εξετάσουμε γιατί κάνει αυτή την ερώτηση. Μήπως αισθάνεται το ίδιο το παιδί λυπημένο, θυμωμένο ή ένοχο; Μόλις εντοπίσουμε τα συναισθήματα, χρειάζεται να του δώσουμε «χώρο» για να τα εκφράσει. Εξηγήστε του για ποιο λόγο πέθανε ο σκύλος, προκειμένου να μη νιώσει το ίδιο υπεύθυνο. Επίσης, θα μπορούσε η διαδικασία του αποχαιρετισμού, εκτός από την εξέφραση των συναισθημάτων, να συμπεριλαμβάνει και την ταφή του ζώου, σε ένα μέρος που θα έχετε επιλέξει από κοινού.

Πού είναι ο παππούς τώρα;

Πριν απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, είναι καλό να μάθουμε πού πιστεύει το παιδί ότι είναι ο παππούς τώρα. Καλό είναι να μην πούμε ότι «ο Θεός τον έχει πάρει κοντά του», διότι μελέτες έχουν δείξει ότι ο θυμός που στρέφεται προς το Θεό μπορεί να οδηγήσει στην προσωρινή ή μόνιμη απώλεια της πίστης γενικότερα. Η απάντηση είναι σημαντικό να είναι ειλικρινής, αλλά με έναν τέτοιο τρόπο διατυπωμένη ώστε να αντιστοιχεί στην ηλικία του παιδιού.

Θα πεθάνεις κι εσύ;

Είναι πολύ σημαντικό να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση καθησυχάζοντας το παιδί, αλλά ταυτόχρονα να είμαστε ειλικρινείς. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να του πούμε: «Κάποτε θα πεθάνω, αλλά ελπίζω αυτό να αργήσει», «ή δεν  έχω κάποια σοβαρή αρρώστια που να απειλεί τη ζωή μου». Όταν ένα παιδί κάνει αυτή την ερώτηση, στην πραγματικότητα αυτό που λέει είναι ότι φοβάται μήπως πεθάνει αυτός που αγαπά πολύ, και αναζητά με αυτό τον τρόπο την εξασφάλιση της σταθερότητας στη ζωή του. Έτσι, ανταπαντάμε με τη βαθύτερη ερώτηση: «Ανησυχείς μήπως πεθάνω;». Αυτή μπορεί να είναι η «πόρτα» για μια πολύ καλή συζήτηση, που θα εκτονώσει τα συναισθήματα του παιδιού.

Πόσο θα ζήσω;

Μία καλή απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι ότι «κανείς δεν ξέρει με σιγουριά το πόσο θα ζήσει κάποιος, αλλά κανείς δεν ζει για πάντα». Θα καθησυχάσουμε τους φόβους του παιδιού, απαντώντας ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν όταν είναι πολύ ηλικιωμένοι και ότι οι ηλικιωμένοι δεν δείχνουν να τους απασχολεί το αν θα πεθάνουν.

Τέλος, θυμηθείτε: Τα παιδιά δεν χρειάζονται «τέλειες» απαντήσεις. Χρειάζονται γονείς που να είναι πρόθυμοι να μην αποφεύγουν να απαντήσουν στις ερωτήσεις τους. Και χρειάζονται γονείς που θα τα στηρίξουν συναισθηματικά όταν το χρειάζονται

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Μοναχοπαίδι.Το "πολύτιμο και μοναδικό" παιδί.

Ισχύουν, άραγε, όλες αυτές οι φήμες, που θέλουν τα μοναχοπαίδια κακομαθημένα, εγωκεντρικά και ακοινώνητα; Και πώς πρέπει να χειριστούμε το μονάκριβό μας, ώστε να εξελιχθεί σε έναν ισορροπημένο ενήλικο;
  


Πριν από μερικές δεκαετίες, οι οικογένειες μ' ένα παιδί ήταν ελάχιστες, και μάλιστα η απόκτηση ενός και μόνο παιδιού σπάνια ήταν ζήτημα επιλογής. Ένα παιδί είχαν συνήθως τα ζευγάρια που δεν προλάβαιναν ή δεν μπορούσαν να αποκτήσουν δεύτερο, τρίτο ή τέταρτο. Έτσι, η έκφραση μοναχοπαίδι κατέληξε με αρνητική σημασία, καθώς τα παιδιά αυτά θεωρούνταν κακομαθημένα, ίσως και «προβληματικά». Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει, καθώς ολοένα και περισσότερα ζευγάρια επιλέγουν να αποκτήσουν ένα μόνο παιδί, επειδή πιθανώς θεωρούν ότι θα μπορέσουν να το μεγαλώσουν καλύτερα απ' ό,τι αν είχαν περισσότερα.

Γιατί στις μέρες μας συναντάμε όλο και περισσότερες οικογένειες μ' ένα παιδί;
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν κανόνες για το πόσα παιδιά θα πρέπει να έχει ένα ζευγάρι, γιατί τελικά δεν παίζει ρόλο μόνο το μέγεθος της οικογένειας για το πόσο καλά θα λειτουργεί, αλλά και οι σχέσεις και η δυναμική που αναπτύσσονται μέσα της. Πάντως οι οικογένειες μ' ένα παιδί είναι ένα ολοένα και συχνότερο φαινόμενο επειδή:
-Έχουν αλλάξει οι ρόλοι των δύο φύλων στην οικογένεια. Η γυναίκα καλείται σήμερα να αναλάβει και επαγγελματικό ρόλο, εκτός του ρόλου της συντρόφου και της μητέρας, με αποτέλεσμα να διαθέτει πλέον περιορισμένο χρόνο για την ανατροφή των παιδιών.
-Η γυναίκα δίνει έμφαση στις σπουδές της και στην επαγγελματική της αποκατάσταση, με αποτέλεσμα να αποφασίζει να παντρευτεί και να κάνει παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία, γεγονός που μειώνει το περιθώριο για την απόκτηση περισσότερων παιδιών.
-Έχουν αυξηθεί οι οικονομικές απαιτήσεις για την ανατροφή ενός παιδιού.
-Έχει αυξηθεί ο αριθμός των διαζυγίων (συχνά μετά από λίγα χρόνια γάμου), αλλά και των μονογονεϊκών οικογενειών, όπου κατά κανόνα δεν ευνοείται η απόκτηση περισσότερων παιδιών.  

Δεν είναι όλα τα μοναχοπαίδια το ίδιο
Όπως βέβαια και όλες οι οικογένειες που μεγαλώνουν μοναχοπαίδι. Απλώς, όπως και για πολλές άλλες «κατηγορίες» ανθρώπων έτσι και για τα μοναχοπαίδια, υπάρχουν κάποια στερεότυπα που διαμορφώνουν μια παγιωμένη και κοινή αντίληψη που έχουμε γι' αυτά. Έτσι, τείνουμε να θεωρούμε ότι ένα μοναχοπαίδι είναι εξ ορισμού κακομαθημένο, προνομιούχο, εγωκεντρικό, ακοινώνητο, ανώριμο, επιθετικό, μοναχικό, υπερευαίσθητο, ότι αρρωσταίνει πιο εύκολα, κ.ά. Δεν μπορούμε όμως να βγάζουμε τόσο γενικά συμπεράσματα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι δυνατόν όλοι οι άνθρωποι που μεγάλωσαν χωρίς αδέρφια να είναι ίδιοι. Μπορεί, δηλαδή, ένα μοναχοπαίδι να είναι υπερπροστατευμένο, να νιώθει μεγάλη μοναξιά, να είναι κακομαθημένο, φοβισμένο, θαρραλέο, υπεύθυνο, ανεύθυνο κλπ., αλλά μπορεί να μην έχει και κανένα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Όλα αυτά εξαρτώνται από την προσωπικότητα των γονιών και του παιδιού και από τους λόγους για τους οποίους δεν υπήρξε άλλο παιδί. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι αυτοί οι γενικοί χαρακτηρισμοί είναι αυθαίρετοι και συχνά λανθασμένοι.

Σε τι διαφέρουν, τελικά, τα μοναχοπαίδια από τα άλλα παιδιά;
Οι επιστημονικές έρευνες που έχουν γίνει σχετικά με τα μοναχοπαίδια, μας πληροφορούν ότι:
-Τα παιδιά αυτά υστερούν κατά μέσο όρο ως προς τις κοινωνικές τους δεξιότητες και την κοινωνικότητα. Αυτό, σύμφωνα με τους ειδικούς, εξηγείται, καθώς η ποιότητα της σχέσης μεταξύ αδερφών αποτελεί προγνωστικό δείκτη κοινωνικής προσαρμογής, οπότε η απουσία αυτής της σχέσης και των εμπειριών (π.χ. να μοιράζονται από την αγάπη και την προσοχή των γονιών τους, μέχρι τα χρήματα της οικογένειας) που αναπτύσσονται μέσα σε αυτή από τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού μπορεί να μειώνει τις δυνατότητες της μετέπειτα κοινωνικής και διαπροσωπικής προσαρμογής του παιδιού.
-Τα μοναχοπαίδια παρουσιάζουν υψηλότερα ποσοστά άγχους και διαπροσωπικής εξάρτησης.
-Τα μοναχοπαίδια, όπως και τα πρωτότοκα παιδιά, έχουν λιγότερο καλή φυσική κατάσταση και μειωμένες αθλητικές επιδόσεις σε σχέση με τα υστερότοκα παιδιά. Αλλά έχουν υψηλότερη νοητική και ακαδημαϊκή επίδοση έναντι των υστερότοκων.
- Πρόσφατες έρευνες έδειξαν πως τα μοναχοπαίδια έχουν αρκετά υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Αυτό συμβαίνει, πρώτον, γιατί απολαμβάνουν περισσότερες παροχές και, δεύτερον, γιατί έρχονται περισσότερο σε επαφή με ενηλίκους, γεγονός που τα βοηθάει να ωριμάσουν και γρηγορότερα. Επίσης, το γεγονός ότι ασχολούνται περισσότερο με τον εαυτό τους (διαβάζουν μόνα τους ή παίζουν κάποιο μουσικό όργανο) βοηθά πολύ στην προσωπική τους εξέλιξη.

Πόσο τους λείπει τελικά ένα αδερφάκι;
Κάθε μοναχοπαίδι που μεγαλώνει με τους δύο ή -ακόμα περισσότερο- με τον ένα γονιό θα είχε ανάγκη από έναν αδερφό ή αδερφή στο πρόσωπο του οποίου θα έβρισκε ένα σύμμαχο μέσα στην οικογένεια, κάποιον για να επαναστατήσουν μαζί απέναντι στους γονείς και στο μέλλον να μοιραστούν τα όποια προβλήματα και τις υποχρεώσεις που θα προκύψουν στην οικογένεια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα μοναχοπαίδια είναι δυστυχισμένα, στερημένα ή νιώθουν πολύ έντονα την έλλειψη. Ανάλογα με τις συνθήκες (π.χ. αν μεγαλώνουν πολύ κοντά στα ξαδέρφια τους ή μόνα τους), την προσωπικότητά τους (π.χ. αν είναι εξωστρεφή ή εσωστρεφή) αλλά και την προσωπικότητα και τη σχέση των γονιών τους (π.χ. αν είναι υπερπροστατευτικοί ή πιο φιλελεύθεροι) τα παιδιά μπορεί να νιώθουν μοναξιά ή να μην τους λείπει καθόλου ένας αδερφός ή αδερφή.

Μοναχοπαίδια: Οδηγίες χρήσης  
- Βοηθήστε το να κοινωνικοποιηθεί: Αν το παιδί έρχεται σε επαφή μόνο με ενήλικους, κινδυνεύει να δυσκολευτεί να συνεννοηθεί με άλλα παιδιά, να μην μπορεί να μοιραστεί τίποτα, να νομίζει ότι οι επιθυμίες του θα ικανοποιούνται αυτόματα από όλους. Καλές ευκαιρίες να κοινωνικοποιηθεί είναι ο παιδικός σταθμός, η κατασκήνωση και βέβαια η παρέα με άλλα παιδιά.
- Τα παιδιά χρειάζονται όρια, το μοναχοπαίδι επίσης: Το να μη λέμε «όχι» σ' ένα παιδί δεν είναι ένδειξη αγάπης, αλλά αδυναμία μας να αρνηθούμε. Έτσι κι αλλιώς, το παιδί θα ακούσει πολλά «όχι» στη ζωή του και είναι σκόπιμο να είναι προετοιμασμένο γι' αυτό.
- Μάθετέ το να σέβεται την προσωπικότητα των άλλων παιδιών: Και επίσης να λύνει τις διαφωνίες του ήρεμα και ειρηνικά, καθώς και να βοηθάει τα άλλα παιδιά όταν αυτά το έχουν ανάγκη.  
- Δεν πρέπει να επενδύουμε όλα τα όνειρα και τις ελπίδες μας στο παιδί μας: Το φορτίο είναι βαρύ γι' αυτό. Επιπλέον, κινδυνεύουμε να αποκτήσουμε ένα πολύ καταπιεσμένο παιδί.
- Βοηθήστε το να παίρνει πρωτοβουλίες: Να αποκτήσει ευθύνες και να κάνει τα δικά του λάθη. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να το προστατεύουμε υπερβολικά (ούτε βέβαια και να το αφήνουμε χωρίς όρια), να αποφεύγουμε να το υπηρετούμε (π.χ. να μαζεύουμε τα παιχνίδια ή το δωμάτιό του), αλλά και να το κατευθύνουμε συνέχεια. Όλοι, ακόμη και τα παιδιά, μαθαίνουμε από τα λάθη και τις αποτυχίες μας.
- Απελευθερώστε το: Είναι φυσικό όταν υπάρχει ένα και μοναδικό παιδί οι γονείς να έχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτό, με αποτέλεσμα το παιδί να κουράζεται. Γι' αυτό, οι γονείς θα πρέπει να κόψουν από νωρίς τον ομφάλιο λώρο, να το απελευθερώσουν, να το χειραφετήσουν, ώστε να μη γίνει ένας «υπερπροστατευμένος» ενήλικος.  
- Μάθετέ του να μοιράζεται: Το μοίρασμα είναι μια κοινωνική ικανότητα που τα παιδιά πρέπει να μάθουν από νωρίς. Γι' αυτό, μάθετέ του να μοιράζεται όχι μόνο το χρόνο και την προσοχή του, αλλά και υλικά πράγματα.